μάχλος

μάχλος
μάχλος, -ον (Α)
1. (για γυναίκες) ακόλαστη, ασελγής, χυδαία («μαχλότατοι δὲ γυναῑκες, ἀφαυρότατοι δέ τε ἄνδρες», Ησίοδ.)
2. (για άνδρες) α) λάγνος
β) θηλυπρεπής
3. μτφ. ζωηρός, ορμητικός, σφριγηλός, πλήρης οργασμού
4. άγριος, αυθάδης, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -λος (πρβλ. κτίλος, φαύλος). Η σύνδεση τής λ. με αρχ. ινδ. makhά- με αβέβαιη σημ. «ασελγής, ζωηρός, αχαλίνωτος» είναι αμφίβολη (βλ. και λ. μάχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάχλος — lewd masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοτέρων — μάχλος lewd fem gen comp pl μάχλος lewd masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχλον — μάχλος lewd masc/fem acc sg μάχλος lewd neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοτάτην — μάχλος lewd fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλόταται — μάχλος lewd fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλότατος — μάχλος lewd masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχλε — μάχλος lewd masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχλοι — μάχλος lewd masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχλοις — μάχλος lewd masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχλοισιν — μάχλος lewd masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”